κοιτασία

κοιτασία
κοιτασία, ἡ (AM)
ερωτική μίξη, συνουσία, συνεύρεση, συγκοίμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοιτασ- (πρβλ. κοιτάσ-ω, μέλλ. τού κοιτάζω) + κατάλ. -ία (πρβλ. δικασ-ία, εικασ-ία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοιτασίαν — κοιτασίᾱν , κοιτασία cohabitation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτασίαις — κοιτασία cohabitation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”